C-263/12, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, 17.10.2013 – Προσφυγή του άρθρου 108§2 ΣΛΕΕ
Κάθε κράτος μέλος διατηρεί πάγια υποχρέωση να συμμορφώνεται με τις ταχθείσες προθεσμίες όπως αυτές ορίζονται στην απόφαση ανάκτησης, ακόμα και αν η μορφή ενίσχυσης συνεπάγεται μηχανισμό ανάκτησης μη προβλεπόμενο από την εθνική νομοθεσία, και να αντιμετωπίζει πιθανά εμπόδια βάσει της ‘αρχής της καλόπιστης συνεργασίας’ μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών αρχών
Παράβαση κράτους μέλους – κρατικές ενισχύσεις – απόφαση της Επιτροπής με την οποία διατάσσεται η ανάκτηση – μη εκτέλεση
Εισαγωγή
Αφορμή για την έκδοση της απόφασης υπήρξε η από 09.07.2007 καταγγελία με αντικείμενο την χορήγηση δύο μέτρων κρατικής ενίσχυσης υπέρ της εταιρίας Ελληνικός Χρυσός Α.Ε., ήτοι την πώληση από τις ελληνικές αρχές περιουσιακών στοιχείων και γης υπέρ της δικαιούχου σε τιμή που υπολειπόταν της αγοραίας αξίας τους και την απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής των συνδεόμενων φόρων. Το δικαστήριο έκρινε ότι η Ελλάδα παραβίασε τις υποχρεώσεις που της επιβλήθηκαν δυνάμει της από 23.02.2011 απόφασης Ε(2001) 1006 της Επιτροπής, και ειδικότερα των άρθρων 2 έως 4 αυτής, τα οποία υπαγορεύουν προκαθορισμένη διαδικασία ανάκτησης, με παράλληλη τήρηση αυστηρού χρονοδιαγράμματος εφαρμογής της εντός 4 μηνών από την έναρξη ισχύος της απόφασης[1].
Το ΔΕΕ κλήθηκε, στο πλαίσιο της εκδίκασης της συγκεκριμένης προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά της Ελλάδας, να οριοθετήσει υπό το φως των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, οι οποίες μπορούν συνοπτικώς να συνοψισθούν στην παράνομη συμπεριφορά κράτους μέλους συνιστάμενη στην παράλειψη εκτέλεσης απόφασης ανάκτησης ενίσχυσης και στην αποτυχία υιοθέτησης της ‘αρχής της καλόπιστης συνεργασίας’, την δέσμη των υποχρεώσεων που βαρύνουν ένα κράτος μέλος όταν εκδίδεται κατά του τελευταίου απόφαση ανάκτησης της Επιτροπής η οποία κρίνει την ήδη παραχωρηθείσα ενίσχυση ασύμβατη και παράνομη και ως εκ τούτου αποδοτέα από την δικαιούχο-λήπτρια επιχείρηση στον αρμόδιο κρατικό φορέα που την χορήγησε. Ωστόσο θα ήταν πιο δόκιμο να αναφερθούμε όχι σε οριοθέτηση, η οποία παραπλανητικά παραπέμπει σε καθορισμό των υποχρεώσεων ανάκτησης το πρώτον, αλλά σε εκ νέου αναπαραγωγή των βασικών, ρυθμιστικών της ανάκτησης κειμένων της ενωσιακής νομοθεσίας, όπως αυτά έχουν παγίως ερμηνευθεί βάσει της νομολογίας των ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
Πραγματικά περιστατικά
Η απόφαση της Επιτροπής η οποία διατάσσει την ανάκτηση κοινοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στις 23 Φεβρουαρίου 2011, ημερομηνία η οποία είναι το σημείο εκκίνησης υπολογισμού της 4μηνης προθεσμίας και πριν το πέρας της οποίας η Ελληνική Δημοκρατία είχε την υποχρέωση να ολοκληρώσει την ανάκτηση. Οι αρμόδιες αρχές του Ελληνικού κράτους απέστειλαν με την σειρά τους επιστολή ζητώντας την παράταση της προθεσμίας στα πλαίσια της οποίας είχαν την υποχρέωση να ενημερώσουν την Επιτροπή σχετικά με το υπό ανάκτηση συνολικό ποσό (αρχικό κεφάλαιο ενίσχυσης και τόκοι για το χρονικό διάστημα της παρανομίας), να γνωστοποιήσουν την λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που είχαν ληφθεί ή επρόκειτο να ληφθούν προς συμμόρφωση με την απόφαση ανάκτησης και να προσκομίσουν αποδεικτικά έγγραφα με τα οποία ο δικαιούχος της ενίσχυσης είχε κληθεί να επιστρέψει την ενίσχυση[2]. Περίπου έναν μήνα μετά, η Επιτροπή περιορίστηκε στην απάντησή της σε υπόμνηση των υποχρεώσεων που υπείχε η Ελληνική δημοκρατία δυνάμει της απόφασης ανάκτησης και έταξε νέα 10ημερη προθεσμία ώστε να ενημερωθεί για τα μέτρα που είχα ληφθεί για την εκτέλεση της απόφασης. Το ανωτέρω αίτημα όπως και η μετά την εκπνοή της 4μηνης προθεσμίας νέα αίτηση της για ενημέρωση σχετικά με την πορεία της διαδικασίας ανάκτησης έμειναν αναπάντητες. Το τελευταίο δε έγγραφο της Επιτροπής περιείχε και κλήση προς τις ελληνικές αρχές να προβούν σε επικαιροποιημένη ενημέρωση επί της ανάκτησης της επίμαχης ενισχύσεως, διαφορετικά θα προσέφευγε ενώπιον του δικαστηρίου, πράγμα και το οποίο έκανε η Επιτροπή στις 25,05,2012 χωρίς να την εμποδίζει η κατά περισσότερο από ένα χρόνο υπερήμερη απόκριση των ελληνικών αρχών να στείλουν το έγγραφο με το οποίο ζήτησαν την επιστροφή της ενίσχυσης από την ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ Α.Ε. μόλις την 25.04.2012.
Γενικό νομικό πλαίσιο για την ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης
Η ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης μπορεί να διεκδικηθεί με την επιδίωξη έκδοσης απόφασης τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε εθνικό επίπεδο[3] η απόφαση εκδίδεται από εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει καθήκον προστασίας των ατομικών συμφερόντων των ατόμων που θίγονται από την χορήγηση απλά παράνομης ενίσχυσης, χωρίς να είναι αναγκαία ήδη η διαπιστωμένη ασυμβατότητα της ενίσχυσης με το Ευρωπαϊκό δίκαιο, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο[4] η απόφαση εκδίδεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ως μόνο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο για την εξέταση της συμβατότητας του εκάστοτε μέτρου κρατικής ενίσχυσης με τους κανόνες ανταγωνισμού της ΕΕ[5]. Εν προκειμένω, τα παράπονα εναντίον των δύο μέτρων κρατικής ενίσχυσης κατατέθηκαν ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επομένως οι αιτούντες στερήθηκαν οικειοθελώς την θεωρητικά ταχύτερη οδό αναγνώρισης των δικαιωμάτων τους δια της διευθέτησης της υπόθεσης από τον εθνικό δικαστή, αποδεχόμενοι την σύγχρονη διαδικασία εξακρίβωσης από την επιτροπή τόσο της πιθανής ασυμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο όσο και της παράνομης φύσης της κρατικής ενίσχυσης. Άλλωστε επιχειρώντας μια ιστορική διαδρομή στην διαμόρφωση της πολιτικής ανάκτησης ενισχύσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βρίσκουμε ότι το τότε Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) επιβεβαίωσε σε απόφαση του[6] ρητά για πρώτη φορά ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να απαιτήσει την επιστροφή παράνομης και ασυμβίβαστης ενίσχυσης προς την κοινή αγορά.
Νομική βάση της διαφοράς
i) Παράλειψη εκτέλεσης απόφασης ανάκτησης
Βασική αρχή της διαδικασίας ανάκτησης παράνομης και ασυμβίβαστης με το Ευρωπαϊκό δίκαιο κρατικής ενίσχυσης είναι σύμφωνα με τον Διαδικαστικό Κανονισμό[7] αυτή να συντελείται αμελλητί και δίχως καθυστέρηση, να βασίζεται σε εθνικές διατάξεις κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να πραγματοποιείται κατά τρόπο άμεσο και αποτελεσματικό[8]. Οι συνθήκες επείγουσας επιστροφής της ενίσχυσης έχουν θεσπιστεί με γνώμονα την αποκατάσταση των ήδη διαταραγμένων συνθηκών λειτουργίας του ανταγωνισμού, όπως αυτές προκλήθηκαν από την χορήγηση παράνομης και ασυμβίβαστης ενίσχυσης με επιλεκτικά κριτήρια σε ένα δικαιούχο ή σε έναν μόνο μικρό αριθμό δικαιούχων έναντι του συνόλου των επιχειρήσεων-ανταγωνιστών στην συγκεκριμένη αγορά, και την εν γένει εδραίωση ισότιμων όρων ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά[9]. Επομένως, η αποτυχία των ελληνικών αρχών να εφαρμόσουν την απόφαση ανάκτησης εν προκειμένω, έρχεται σε αντίθεση με την οιονεί απόλυτη υποχρέωση τους να συμμορφωθούν με τους όρους της απόφασης πριν την παρέλευση της 4μηνης προθεσμίας, ενόψει του ιδιαιτέρως κλειστού αριθμού των βάσιμων λόγων απόκλισης από την ως άνω υποχρέωση όπως έχει κριθεί από την νομολογία του ΔΕΕ[10]. Σημειωτέον δε, ότι η ανωτέρω προθεσμία υποδιαιρείται σε δύο επιμέρους προθεσμίες, οι οποίες αφενός λογιζόμενες ως ανεξάρτητες μεταξύ τους εξυπηρετούν διαφορετικό σκοπό, αφετέρου, συνδυαζόμενες σχηματίζουν την συνολική διαθέσιμη στις δημόσιες αρχές προθεσμία για την εκτέλεση της απόφασης ανάκτησης και εξυπηρετούν τον ίδιο και αυτό σκοπό. Οι διακριτοί σκοποί που εξυπηρετούνται, από την μεν πρώτη 2μηνη προθεσμία, είναι εν συντομία το καθήκον ενημέρωσης της Επιτροπής διαμέσου της διαβίβασης των πληροφοριών επί των μέτρων που λήφθηκαν ή επίκειται να εφαρμοσθούν για την κατάργηση του αθέμιτου οικονομικού πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στον λήπτη της ενίσχυσης ενώ στην περίπτωση της δεύτερης 4μηνης προθεσμίας (η οποία έχει ίδιο σημείο έναρξης υπολογισμού της με την προηγούμενη –ήτοι την έναρξη ισχύος της απόφασης ανάκτησης- και συνεπώς δεν αποτελεί γνήσια 4μηνη προθεσμία αλλά κατά το ήμισυ της συντρέχουσα και παραπληρωματική της πρώτης) εξυπηρετείται ο υπερκείμενος σκοπός της επιστροφής της κρατικής ενίσχυσης. Ωστόσο, κρίσιμο για την τελική αποδέσμευση κάθε κράτους μέλους από την εκάστοτε υποχρέωση του για ανάκτηση είναι οι επίμαχες ενισχύσεις να επιστραφούν από τον λαβόντα στο ακέραιο -πλέον τόκων ισοδυναμούντων με τα οικονομικά οφέλη που συνεπάγεται η πρόωρη και δωρεάν διάθεση κεφαλαίων στον δικαιούχο- εντός της 4μηνης προθεσμίας, δίχως να επιδρά στην εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος η εσωτερική υποδιαίρεση της συνολικής προθεσμίας σε 2μηνη και 4μηνη όπως περιγράφεται αμέσως παραπάνω. Στην εν λόγω ένδικη διαφορά, η Ελληνική Δημοκρατία όχι μόνο δεν ολοκλήρωσε την ανάκτηση της ενίσχυσης όπως της ζητήθηκε αλλά, όπως διαφαίνεται από τα πραγματικά περιστατικά, δεν προέβη ούτε σε προκαταρκτικές πράξεις προς την κατεύθυνση εκτέλεσής της, γεγονός που επιβεβαιώνεται από την ημερομηνία (25.04.2012) κατά την οποία γνωστοποίησε στην εταιρία και λήπτρια της ενίσχυσης την πρόθεση της για αναστροφή του αποτελέσματος της ενίσχυσης. Επιπλέον, σαν επιβαρυντικό στοιχείο έρχεται να προστεθεί η κατά περιεχόμενο απροσφορότητα της κοινοποιητικής πράξης ανάκτησης στην δικαιούχο εταιρία λόγω της πρόδηλής της αοριστίας, ένεκα έλλειψης αναφοράς του ποσού που έπρεπε να ανακτηθεί το οποίο όμως αποτελεί περισσότερο ένδειξη της απουσίας σοβαρής πρόθεσης για ανάκτηση από τις αρμόδιες αρχές παρά κατ’ ουσία στοιχειοθέτηση της παράβασης η οποία κρίνεται αντικειμενικά ότι παραβιάστηκε αφής στιγμής παρήλθε η δεσμευτική 4μηνη προθεσμία. Πρέπει να επισημανθεί σ’ αυτό το σημείο, ότι η Επιτροπή έχει υποχρέωση να αποτυπώνει στην απόφαση της με σαφήνεια τα παράνομα και ασυμβίβαστα μέτρα ενισχύσεων, όμως δεν είναι υποχρεωμένη να καθορίζει με ακρίβεια και λεπτομερώς το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί. Αντίθετα, στο μέτρο που έχει στη διάθεσή της τα απαραίτητα στοιχεία, η Επιτροπή είναι αρμόδια, χωρίς να δεσμεύεται νομικά για αυτό, να παρέχει μια ακριβή ένδειξη του ποσού της ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί. Είναι προφανές λοιπόν ότι το ύψος της ενίσχυσης που πρόκειται να επιστραφεί αρκεί να είναι οριστέο, και όχι ορισμένο στην απόφαση ανάκτησης, κατά τρόπο ο οποίος θα επιτρέπει στο κράτος μέλος να ορίσει το ποσό προς ανάκτηση χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες[11]. Συνακολούθως, οι ελληνικές αρχές δεν υπέπεσαν μόνο σε μια διαδικαστική παράλειψη ως προς την υπέρβαση του χρόνου συμμόρφωσης με την απόφαση ανάκτησης, αλλά επίσης απέτυχαν να εφαρμόσουν οποιοδήποτε μέτρο ανάκτησης, δηλαδή να εκτελέσουν την απόφαση στην ουσία της[12], έστω και έναν χρόνο μετά από την έκδοση και θέση σε ισχύ της απόφασης της Επιτροπής.
ii) Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας
Το άρθρο 10 της συνθήκης υποχρεώνει τα κράτη μέλη να διευκολύνουν την εκπλήρωση των κοινοτικών στόχων και επιβάλλει υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας μεταξύ των οργάνων της ΕΕ και των κρατών μελών, έτσι ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της συνθήκης και ειδικότερα, στο πλαίσιο της εφαρμογής των αποφάσεων ανάκτησης, η Επιτροπή και οι αρχές των κρατών μελών πρέπει να συνεργάζονται για την επίτευξη του στόχου αποκατάστασης ανταγωνιστικών συνθηκών στην εσωτερική αγορά[13]. Η Ελληνική Δημοκρατία, με το από 19.11.2011 έγγραφό της, αιτήθηκε την παροχή 2μηνης παράτασης ώστε να ανταποκριθεί στην υποχρέωση ανάκτησης της ενίσχυσης. Πλην όμως, η αίτηση αυτή δικαιολογημένα δεν λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή, καθώς δεν πληρούσε το κριτήρια του ορισμένου τέτοιου είδους αιτήσεων λόγω έλλειψης αιτιολογίας για την κατά παρέκκλιση χορήγηση παράτασης πέρα από το νόμιμα προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα. Εν προκειμένω, οι ελληνικές αρχές δεν επεσήμαναν όπως όφειλαν απρόβλεπτες ή μη δυνάμενες να προβλεφθούν δυσχέρειες εντός της ταχθείσας προθεσμίας προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της επίδικης αποφάσεως και πολύ περισσότερο δεν ανταποκρίθηκαν στην απαίτηση παροχής στην Επιτροπή όλων των πληροφοριών που θα της επέτρεπαν να διαπιστώσει ότι τα μέτρα που έχουν επιλεγεί αποτελούν κατάλληλη εφαρμογή της απόφασης[14]. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Επιτροπή αδυνατούσε να αξιολογήσει το εύλογο του αιτήματος και κατά συνέπεια ορθώς δεν επανήλθε με απάντηση επί του αιτήματος. Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίσθηκε και παραπάνω, η 2μηνη παράταση ερμηνεύτηκε από το δικαστήριο ότι αφορούσε την υποχρέωση κοινοποιήσεως πληροφοριών στη Επιτροπή, γεγονός το οποίο μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αποφασιστική προθεσμία για την ολοκλήρωση της κύριας υποχρέωσης ανάκτησης θα παρέμενε διάρκειας 4 μηνών, δίχως να επηρεάζεται από την εσωτερικής φύσεως παρέκταση της 2μηνης προθεσμίας στην υποθετική περίπτωση θετικής απόφασης επί του αιτήματος. Η καταφατική απάντηση λοιπόν στο αίτημα παράτασης θα συνεπαγόταν μόνο ότι η παρατεταμένη προθεσμία παροχής πληροφοριών θα συνέτρεχε στο σύνολο της με την ισόχρονη 4μηνη συνολική προθεσμία για την εξολοκλήρου συντέλεση της ανάκτησης. Στα πλαίσια της ελλιπούς αυτής αίτησης παράτασης σε συνδυασμό με την παράλειψη απάντησης, είναι συνετό να αναφέρουμε ότι η αοριστία της αίτησης δεν μπορεί να θεμελιώσει υπόνοιες για παράβαση του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας, όπως το τελευταίο εξατομικεύεται στο πεδίο της εκτέλεσης αποφάσεων ανάκτησης, εκ μέρους της Επιτροπής, καθώς συνέτρεχε πραγματική αδυναμία αποτίμησης του αιτήματος παράτασης με έκδοση αιτιολογημένης απόφασης. Ωστόσο, δεν μπορεί να υποστηριχτεί το ίδιο, με ανάλογο ανεπιφύλακτο τρόπο, για ενδεχόμενη αθέτηση από πλευράς της Ελληνικής Δημοκρατίας της υποχρέωσης τήρησης καλόπιστης συνεργασίας αναφορικά με τον τρόπο προβολής του έτερου ισχυρισμού της για αδυναμία διενέργειας της ανάκτησης λόγω νομοθετικού κενού στην εθνική νομοθεσία.
Είναι πρόδηλο ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέκκλινε από την αρχή τήρησης της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ εθνικών και ευρωπαϊκών φορέων, στο μέτρο που γνωστοποίησε το ισχυριζόμενο νομοθετικό κενό ως ανυπέρβλητο εμπόδιο στην εφαρμογή της απόφασης ανάκτησης, όχι όπως επιβαλλόταν κατά τον χρόνο της αίτησής της για επιμήκυνση της προθεσμίας, αλλά κατά τρόπο άκαιρο ως επιχείρημα ενόψει της δικαστικής διαφοράς ενώπιον του ΔΕΕ. Η καταχρηστική αυτή προβολή του ισχυρισμού περί νομοθετικού κενού, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν ευδοκίμησε ως επιχείρημα θεμελίωσης απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως της ανάκτησης για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος εντοπίζεται στο γεγονός ότι νομολογιακό προηγούμενο[15], όπως έχει διαμορφωθεί από τα δικαστήρια της ΕΕ, έχει ερμηνεύσει εξαιρετικά συσταλτικά την έννοια της ‘απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως’[16] και ο δεύτερος -ο οποίος συνδέεται άρρηκτα με τον πρώτο- συνίσταται στο ότι βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματική επίκληση απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως ανάκτησης είναι η προηγούμενη απόδειξη εκ μέρους του κράτους μέλους ότι κατέβαλε καλή τη πίστει προσπάθειες για την ανάκτηση της παράνομης ενίσχυσης και επέδειξε πνεύμα συνεργασίας με την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 10 της συνθήκης ΕΚ, με σκοπό την υπερπήδηση των δυσκολιών που έχουν ανακύψει[17]. Με άλλα λόγια, η απόλυτη αδυναμία δεν είναι αρκετό να εικάζεται αλλά πρέπει να αποδεικνύεται και να απορρέει φυσικά κατά την διάρκεια της στενής συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των κρατών μελών. Επιπλέον, ο ισχυρισμός απόλυτης έλλειψης νομοθετικού πλαισίου δεν είναι βάσιμος εφόσον υπήρχε ήδη θεσπισμένη νομοθεσία για την ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων υπό την μορφή δανείων, εγγυήσεων ή κεφαλαίων η οποία μπορούσε να συμπληρωθεί με την επίδειξη της δέουσας επιμέλειας του κράτους μέλους.
Καταληκτικές παρατηρήσεις
Κάθε κράτος μέλος υπέχει απόλυτη ευθύνη συμμόρφωσής του με ενδεχόμενη απόφαση ανάκτησης της Επιτροπής απευθυνόμενη σε αυτό, εντός των προδιαγεγραμμένων χρονικών πλαισίων, ήτοι πριν την εκπνοή της 4μηνης προθεσμίας η οποία αρχίζει από την στιγμή που η απόφαση ανάκτησης παράγει τα έννομα αποτελέσματα της. Οι δυνατότητες στοιχειοθέτησης έκτακτων περιπτώσεων ικανών να δικαιολογήσουν την εξαίρεση από τον κανόνα είναι περιορισμένες καθώς όπως προειπώθηκε η πιο δραστική και κοινώς αποδεκτή από το δικαστήριο αιτιολογία είναι η παρουσίαση απτών αποδείξεων ότι η ανάκτηση είναι απολύτως αδύνατη, ένα εμπόδιο το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία στην παρούσα υπόθεση απέτυχε να αντιπαρέλθει. Η παράλειψη εκτέλεσης απόφασης ανάκτησης δεν έχει μόνο μία έκφανση αλλά μπορεί να παρουσιάσει διαβαθμίσεις σε συνάρτηση με την συμπεριφορά του αποδέκτη της. Ένα κράτος μέλος μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί ότι παραβιάζει το καθήκον που απορρέει από απόφαση ανάκτησης όταν δεν επιχειρεί καμία πράξη ουσιαστικής ανάκτησης εντός της προκαθορισμένης τετράμηνης προθεσμίας ή επίσης όταν επιχειρεί/ολοκληρώνει φαινομενικά μεν τις διαθέσιμες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας του επιλογές ανάκτησης αλλά αυτές υπολείπονται σωρευτικά της απαιτούμενης αποτελεσματικότητας και αμεσότητας ή όταν ένας μηχανισμός ανάκτησης συγκεντρώνει μόνο διαζευκτικά ένα από τα δύο τελευταία γνωρίσματα.
Η συμπεριφορά της Ελληνικής Δημοκρατίας στην εν λόγω υπόθεση εντάσσεται στην πρώτη και περισσότερο καταφανή περίπτωση παράβασης της υποχρέωσής της, καθώς για όσο διάστημα διήρκησε η 4μηνη προθεσμία δεν προέβη σε καμία κύρια ή προπαρασκευαστική της ανάκτησης πράξη, παρά προέβη στην πρώτη ενέργεια με καθυστέρηση ενός σχεδόν έτους από την περιέλευση σε γνώση της απόφασης Ε(2011) 1006 της Επιτροπής. Συμπερασματικά, κομβική σημασία στην αξιολόγηση περί συμμόρφωσης ή μη κράτους μέλους αποκτά η χρονική διάσταση στη διαδικασία ανάκτησης[18], η οποία πρέπει να αποτελεί την πρωταρχική προτεραιότητα των εθνικών αρχών όταν επιχειρείται ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης ενώ στην καθ’ όλα κοινή περίπτωση δυσχερειών επί ουσιαστικών ή διαδικαστικών παραμέτρων της διαδικασίας αυτές πρέπει να υπερακοντίζονται με βάση την αρχή της αμοιβαίας καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών μελών.
[1] Ανακοίνωση της Επιτροπής, Για μια αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων της Επιτροπής με τις οποίες τα κράτη μέλη διατάσσονται να ανακτήσουν παράνομες και ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις, (2007/C 272/05), παρ.42
[2] ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ υπ’ αριθμόν Ε(2011)1006 τελικό της 23.02.2011 σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. C 48/2008 (πρώην NN 61/2008) που εφάρµοσε η Ελλάδα υπέρ της Ελληνικός Χρυσός ΑΕ., άρθρο 4, σελ. 42
[3] Ανακοίνωση της επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί κρατικών ενισχύσεων από τα εθνικά δικαστήρια, (2009/C 85/01), παρ.26, 30 επ.
[4] Κανονισμός (ΕΚ) αριθμ. 659/1999 του ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Μαρτίου 1999 για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ, («Διαδικαστικός Κανονισμός») άρθρο 14 παρ.1
[5] Βλέπε υποσημείωση 3, άρθρο 20
[6] Υπόθεση C-70/72, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, («Kohlegesetz») (1973) Συλ. 813
[7] Βλέπε υποσημείωση 4, Διαδικαστικός Κανονισμός
[8] Διαδικαστικός Κανονισμός, άρθρο 14 παρ.3
[9] Βλέπε υποσημείωση 1, άρθρο 13
[10] Το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής των δικονομικών ισχυρισμών άμυνας εναντίον της απόφασης ανάκτησης καταδεικνύεται από την απόρριψη επιχειρημάτων όπως: η δυσαναλογία της επιβολής υποχρέωσης για ανάκτηση θεωρούμενη ως κύρωση εις βάρος του δικαιούχου αυτής σε σχέση με τους στόχους της συνθήκης όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις (Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής,(1994) Συλ. I-04103, σκέψη 75), ο κίνδυνος επέλευσης οικονομικής ζημίας σε πιστωτές ή εργαζομένους του δικαιούχου ή ο κίνδυνος κήρυξης πτώχευσης εξαιτίας της ανάκτησης (Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-81/07, T-82/07 και T-83/07, Jan Rudolf Maas και λοιπών κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, (2009) Συλ. II-02411), η επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του αποδέκτη της ενίσχυσης (υπόθεση C-24/95, Alcan,(1997), Συλ. I-1591, σκέψη 25, υπόθεση C 5/89, BUG-Alutechnik, (1990), Συλ. I-3437,σκέψεις 13 και 14 σε αντιδιαστολή με την υπόθεση C 223/85, RSV, (1987), Συλ. 4617 όπου η ύπαρξη της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο) και η απόλυτη αδυναμία ανάκτησης (υπόθεση C-52/84, Επιτροπή κατά Βελγίου, (1986), Συλ. 89, σκέψη 9.
[11] Βλέπε υποσημείωση 1, παρ.37
[12] Υπόθεση C-263/12, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, (2013) αδημοσίευτη
[13] Βλέπε υποσημείωση 1, παρ.26,27
[14] Βλέπε υποσημείωση 1, παρ.28
[15] Υπόθεση C-404/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας, (2003) Συλ. I-6695, C-303/88, Ιταλία κατά Επιτροπής, (1991) Συλ. I-1433, C-24/95, Alcan, (1997) Συλ. 1591
[16] Βλέπε υποσημείωση 1, παρ. 20
[17] Βλέπε υποσημείωση 1, παρ. 19 και υπόθεση C-280/95, Επιτροπή κατά Ιταλίας, (1998), Συλ. I-259
[18] Υπόθεση C-232/05, Επιτροπή κατά Γαλλίας, («Scott»)(2006), Συλ. I-10071